-
1 действительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, σωστός•-ое событие πραγματικό γεγονός.
|| ουσιαστικός•-ая мощность πραγματική (ωφέλιμη) ισχύς.
2. που έχει ισχύ, πέραση• έγκυρος•проездной билет -лен трое суток το εισιτήριο ταξιδιού ισχύει για τρία εικοσιτετράωρα.
|| παλ. δραστικός, αποτελεσματικός.εκφρ.действительный залог – (γραμμ) ενεργητική διάθεση•действительный ружейный огонь(отрат.) – δραστικό πυρ•- ая военная служба – η ενεργή στρατιωτική υπηρεσία•действительный член академии наук – ταχτικό μέλος της Ακαδημίας των επιστημών. -
2 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
3 корень
η ρίζ/αизвлекать - мат. εξάγω τη -квадратный мат. - τετραγωνική -кубический мат. - κυβική -рвотный - бот. η ιπεκακουάνα, η ιπέκαсолодковый бот. - της γλυκκόριζας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корень
-
4 фокус
(физ., фото, мат.) η εστίαη εστίαση, το σημείο σύγκλισης των ακτινώντο επίκεντροτο κέντρο της συγκέντρωσηςη εστία της διάθλασης ή αντανάκλασης των ακτινώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фокус
-
5 реальный
реальн||ыйприл1. (действительный) πραγματικός:\реальныйая сила ἡ πραγματική δύναμη· \реальныйая действительность ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα·2. (осуществимый) πραγματοποιήσιμος, κατορθωτός:\реальныйый план τό πραγματοποιήσιμο σχέδιο· \реальныйая задача τό κατορθωτό καθήκον3. (соответствующий действительному положению дел) ρεαλιστικός:\реальныйая поли́ика ἡ ρεαλιστική πολιτική· \реальныйая заработная плата ὁ πραγματικός μισθός.